ἐπιλείχω

ἐπιλείχω
ἐπιλείχω (λείχω ‘lick up, lick’; cp. ἀπο-, περιλείχω) impf. ἐπέλειχον (Longus, Past. 1, 24, 4 ἐπιλείχω is a conjectural rdg.) lick τὰ ἕλκη the sores Lk 16:21 (cp. 3 Km 22:38 ἐξέλειξαν οἱ κύνες τὸ αἷμα).—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιλείχω — ἐπιλείχω (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λείχω «γλείφω»] …   Dictionary of Greek

  • επιλιχμώ — ἐπιλιχμῶ, άω (Α) 1. επιλείχω* 2. μέσ. κατατρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιχμώ «γλείφω», πιθ. μετονοματικό παράγωγο κάποιου μη μαρτυρούμενου τ. (Ίσως *λίχ μος < λείχ ω). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα λιχ τού θ. λειχ ] …   Dictionary of Greek

  • επιλιχνεύω — ἐπιλιχνεύω (Α) επιλείχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιχνεύω «είμαι λαίμαργος» (< λίχνος «γλείφτης*, λαίμαργος», βλ. επιλιχμώ)] …   Dictionary of Greek

  • λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ …   Dictionary of Greek

  • προσεπιλιχμώμαι — Α εκτός τών άλλων γλείφω κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιλιχμῶ / ῶμαι «επιλείχω, κατατρώγω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”