- ἐπιλείχω
- ἐπιλείχω (λείχω ‘lick up, lick’; cp. ἀπο-, περιλείχω) impf. ἐπέλειχον (Longus, Past. 1, 24, 4 ἐπιλείχω is a conjectural rdg.) lick τὰ ἕλκη the sores Lk 16:21 (cp. 3 Km 22:38 ἐξέλειξαν οἱ κύνες τὸ αἷμα).—M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.